- κατατιτύσκομαι
- κατατῐτύσκομαι,A aim at,
ἀλλήλων Eust.1331.14
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀλλήλων Eust.1331.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατατιτύσκομαι — (Μ) (αποθ.) σκοπεύω, σημαδεύω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τιτύσκομαι «σκοπεύω, σημαδεύω»] … Dictionary of Greek